- περιτρεπόμενος
- περιτρέπωturn and bring roundpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπερίστατος — εὐπερίστατος, ον (Α) 1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί στατος (< περι ίσταμαι)] … Dictionary of Greek